Ξύπνησα από τον βαθύ, βαρύ, ήχο της κόρνας ενός μεγάλου φορτηγού και ο αντίλαλος που δημιούργησε η γέφυρα, στην οποία κοιμόμουν από κάτω, τον έκανε σαν βρυχηθμό του αιώνιου θηρίου της κόλασης.
Πετάχτηκα επάνω αστραπιαία και τύλιξα πρόχειρα στην πλάτη μου, την σκληρή και βρώμικη κουβέρτα που είχα, από την αρχή του ταξιδιού μου, στο σακίδιο που χρησιμοποιούσα, ως μαξιλάρι, και μέσα του φύλαγα όλα τα υπόλοιπα απαραίτητα που κουβαλούσα μαζί μου, όλο αυτόν τον καιρό.
Τέντωσα το κορμί μου, μέσα σε μια απελπισμένη κίνηση, να νιώσει καλύτερα, από την πίεση που είχε δεχθεί, ξαπλωμένος στο υγρό σκληρό τσιμέντο, έστω και για αυτές τις λίγες ώρες που κοιμήθηκα εξαντλημένος.
Βρέχει, βαριά και ασταμάτητα εδώ και μέρες…
Ένα γκρί χρώμα επικρατεί παντού και η μπόχα του καυσαέριού μέσα στην υγρή ατμόσφαιρα κάτω από την γέφυρα γίνεται αβάσταχτα αποπνιχτική…
Τα αυτοκίνητα περνούν ασταμάτητα και με βιασύνη πετούν τα νερά της βροχής, ψιλά, σαν μικρά παιδιά που παίζουν στα σιντριβάνια, χωρίς να σκέφτονται αν θα βραχούν…
Δίπλα μου, στην υγρή και βρώμικη στοίβα από παρατημένα αντικείμενα, που προηγούμενοι απελπισμένοι, κάτοικοι της γέφυρας είχαν μαζέψει με σκοπό να δημιουργήσουν μια προφυλαγμένη προσωρινή κατοικία, είδα έναν μισοσκουριασμένο τενεκέ που πάνω του είχε ξεθωριασμένα γράμματα, μάλλον στα Ελληνικά.
Τον πήρα και τον χρησιμοποίησα για σκαμπό και καθήμενος πάνω του, συνέχιζα να κοιτάω την βροχή, τον δρόμο, το καυσαέριο που έβγαινε από τις εξατμίσεις …
Εχθές την νύχτα που μας κατέβασαν από την νταλίκα στο parking του λιμανιού της Πάτρας, μας στοίβαξαν κρυφά και γρήγορα στην καρότσα δυο παλιών μικρών φορτηγών, τα οποία θα συνέχιζαν την πορεία τους με σκοπό να μας διανέμουν, έναν-έναν, την φορά σε διάφορα σημεία της Αθήνας, για να μην γίνουμε αντιληπτοί από την αστυνομία.
Και εδώ που είμαι τώρα, τελειώνει το ταξίδι μου, και βρίσκομαι στον προορισμό μου…
Στην Ελλάδα, μου έλεγε ο πατέρας μου θα πας… όταν βιαστικά και με δακρυσμένα μάτια, μου έβαζε τα ρούχα μου στο σακίδιο…
Ακόμα θυμάμαι τα δάκρυα του να πέφτουν αργά, βαριά πάνω στο σακίδιο…
…και αν μπορέσεις στην Αθήνα! Εκεί θα βρεις και άλλους από την πατρίδα και σιγά σιγά θα κάνεις μια καινούρια αρχή, θα έχεις μια δεύτερη ευκαιρία… μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσεις!
Πεινάω αλλά το συναίσθημα αυτό με συντροφεύει πια εδώ και μήνες…
Γύρισα το κεφάλι μου με σκοπό να παρατηρήσω όλη την περιφέρεια του πεδίου που μπορούσα να δω από εκεί που βρισκόμουν, πέρα από την γέφυρα.
Μάταια, όλα ήταν θολά από την βροχή, μόνο αυτοκίνητα ανυπόμονα και με εκνευρισμό, περνούσαν ασταμάτητα μπροστά από τα μάτια μου, σαν κοπάδια από τρομαγμένα γελάδια.
Μέσα σε αυτήν την ασχήμια της μούχλας και του υγρού τσιμέντου, ένοιωσα ένα συναίσθημα ανακούφισης που εγώ ήμουν εκεί, κάτω από την γέφυρα, στεγνός.
Την μισώ την βροχή!
Στην πατρίδα έβρεχε ελάχιστα και όταν έβρεχε, ήταν οι χειρότερες μου μέρες.
Ούτε βόλτες με το ποδήλατο και την παλιοπαρέα, ούτε περπάτημα για χάζι στην αγορά ούτε παιχνίδια με βόλους έξω από το κατώφλι του μαγαζιού μας. Στο μόνο που με εξυπηρετούσε η βροχή, ήταν οι παραδόσεις που έκανα στα σπίτια των πελατών του πατέρα μου, επειδή και αυτοί δεν ήθελαν να βραχούν, με σκοπό να πάρουν τα παπούτσια τους από τον τσαγκάρη.
Όταν άνοιγαν την εξώπορτα τους, τους έδειχνα με τον τρόπο μου, πόσο ταλαιπωρημένος ήμουν, έβαζα το καλό μου χαμόγελο, έκανα στο πλάι τα βρεγμένα μου μαλλιά, σαν να τους περιγράφω με την γλώσσα του σώματος – κοίτα, τι πέρασα εγώ για εσένα- και αυτοί με αγάπη, μου έδιναν ένα καλό φιλοδώρημα.
Το μαγαζάκι του πατέρα μου ήταν γωνιακό, ημιυπόγειο, λίγο σκοτεινό, μια γυάλινη πόρτα και μια μικρή βιτρίνα με αυτοκόλλητα γράμματα «Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΧΑΛΙΦ» και μέσα της μια στοίβα παπούτσια, γυναικεία, ανδρικά, ξεθωριασμένα, από τον ήλιο και τον χρόνο.
Εμένα όμως, μου άρεσε αυτό το μαγαζάκι , αυτό «το εργαστήριο τέχνης» όπως το ονόμαζε ο πατέρας μου, που φιλοδοξούσε να το αναλάβω εγώ, όταν αποφασίσω επιτέλους, να στρωθώ να μάθω την δουλειά.
Μου άρεσε, γιατί κάθε πρωί, που πήγαινα εκεί, οι μυρωδιές από τα βερνίκια και την ξεραμένη, στεγνή κόλλα πάνω στα δέρματα, μου θύμιζαν κάτι οικείο, κάτι, που ήταν πολύ δικό μου, μέρος του εαυτού μου.
Περιοριζόμουν να βοηθάω τον πατέρα μου στο να μιλώ με τους πελάτες, να παραδίδω τα έτοιμα παπούτσια, να παίρνω τα χρήματα και να δίνω τα ρέστα. Ο πατέρας μου από το βάθος του στενόμακρου χώρου, χωρίς να σταματάει ούτε λεπτό την δουλειά, χαμογελούσε περήφανος όταν οι πελάτες μου ‘καναν σχόλια, για το πόσο όμορφος και ευγενικός ήμουν.
Όταν τελειώναμε, το βράδυ, μας άρεσε να περνάμε τις ώρες μας στον λόφο, λίγα τετράγωνα απόσταση από το σπίτι, και ξαπλωμένοι ήσυχα, σχολιάζαμε χαριτολογώντας τους πελάτες μας.
Όταν αυτός αποκοιμιόταν εξαντλημένος, δεν τον ξυπνούσα αμέσως, παρά καθόμουν μόνος μου και κοιτούσα τα αμέτρητα και λαμπερά αστέρια του ουρανού.
Ο πατέρας, μου είχε πει ότι τα αστέρια, είναι οι ψυχές των ανθρώπων που περιμένουν υπομονετικά να τους δοθεί ξανά η ευκαιρία να ζήσουν! Εκεί ήταν σίγουρος ότι ήταν και η ψυχή της μαμάς!
Ήμουν πολύ χαρούμενος εκεί, εγώ και τα αστέρια!
Όλα αυτά σταμάτησαν ξαφνικά, μέσα σε μια μέρα, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος…
Και τώρα είμαι εδώ, κάτω από αυτή την γέφυρα, μόνος, χωρίς τον πάτερα, μακριά από την πατρίδα, μακριά από τους φίλους μου και ότι μου ήταν οικείο στην μέχρι τώρα ζωή μου.
Πριν από καιρό, στρυμωγμένος σε ένα καμιόνι φορτηγού, για μέρες, αντιλήφθηκα ότι είχα γενέθλιά, έγινα δεκαοχτώ, ενηλικιώθηκα!
Αλλιώς την φανταζόμουν αυτήν την μέρα πιο μικρός, αλλά τι σημασία έχει πια…?
Μια εμετική αίσθηση που προξένησε το στομάχι μου στον λάρυγγά με έκανε να σηκωθώ από τον τενεκέ και να σκεφτώ ξανά την πείνα μου.
Η βροχή όλο πιο δυνατή, επίμονη και χωρίς τύψεις, συνέχιζε να με κάνει να δειλιάζω για οποιαδήποτε απόπειρα να ξεμυτήσω από την προφύλαξη που μου παρείχε η γέφυρα.
Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, κοίταξα πάνω, ήταν ένα καλό καταφύγιο , μέχρι να δω τι μπορώ να κάνω, εδώ που βρέθηκα, μόνο που… μόνο που δεν μπορώ να δω τα Αστέρια!