Σοφία
Στεκουλέα

«Ομορφιά» και «Ασχήμια» της Αναίς-Κλαίρη Παναγιώτου

Η ομορφιά εμφανίζεται. Φευγαλέα.  Κρύβεται στα μικρά, τ’ασήμαντα που ξαφνικά αποκτούν σημασία.

 

Η Ομορφιά δεν υπάρχει.

«Ομορφιά είναι κάτι εξιδανικευμένα οικείο». είπε η Εύα.

Η ομορφιά εμφανίζεται. Φευγαλέα.

Κρύβεται στα μικρά, τ’ασήμαντα που ξαφνικά αποκτούν σημασία.

Σαν τη δροσιά τα πρωινά είναι παροδική.

Η Ομορφιά σε αγγίζει γλυκά.

Συνθλίβει την καρδιά σου απαλά. Αβίαστα.

Αρκει να της δώσεις χώρο και να της επιτρέψεις να σε εκπλήξει.

«Η Ομορφιά είναι στα μάτια αυτού που την κοιτάζει». είχα διαβάσει κάποτε.

Κ’ η Ασχήμια;

Χωρίς σχήμα.

Άβουλη κι όμως τόσο ομιλητική.

Αδιεκδίκητη κι όμως τόσο καταπιεστική.

«Η Ασχήμια σε κάνει να αισθάνεσαι άβολα. Σε αδειάζει». αποκρίθηκε ο Θοδωρής.

Ασχήμια είναι όσα μας είναι ξένα, όσα δεν μπορούμε να καταλάβουμε, όσα θέλουμε ν’απαρνηθούμε.

Μπροστά της σαστίζουμε κι όμως μας καθησυχάζει.

Η αντικειμενική Ομορφιά είναι υποκειμενική Ασχήμια.

Μα δεν μπορώ να δω τα Αστέρια… του Σταμάτη Μπογέα

Τα αστέρια, είναι οι ψυχές των ανθρώπων που περιμένουν να τους δοθεί η ευκαιρία να ζήσουν

 

Ξύπνησα από τον βαθύ, βαρύ, ήχο της κόρνας ενός μεγάλου φορτηγού και ο αντίλαλος που δημιούργησε η γέφυρα, στην οποία κοιμόμουν από κάτω, τον έκανε σαν βρυχηθμό του αιώνιου θηρίου της κόλασης.

Πετάχτηκα επάνω αστραπιαία και τύλιξα πρόχειρα στην πλάτη μου, την σκληρή και βρώμικη κουβέρτα που είχα, από την αρχή του ταξιδιού μου, στο σακίδιο που χρησιμοποιούσα, ως μαξιλάρι, και μέσα του φύλαγα όλα τα υπόλοιπα απαραίτητα που κουβαλούσα μαζί μου, όλο αυτόν τον καιρό.

Τέντωσα το κορμί μου, μέσα σε μια απελπισμένη κίνηση, να νιώσει καλύτερα, από την πίεση που είχε δεχθεί, ξαπλωμένος στο υγρό σκληρό τσιμέντο, έστω και για αυτές τις λίγες ώρες που κοιμήθηκα εξαντλημένος.

Βρέχει, βαριά και ασταμάτητα εδώ και μέρες…

Ένα γκρί χρώμα επικρατεί παντού και η μπόχα του καυσαέριού μέσα στην υγρή ατμόσφαιρα κάτω από την γέφυρα γίνεται αβάσταχτα αποπνιχτική…

Τα αυτοκίνητα περνούν ασταμάτητα και με βιασύνη πετούν τα νερά της βροχής, ψιλά, σαν μικρά παιδιά που παίζουν στα σιντριβάνια, χωρίς να σκέφτονται αν θα βραχούν…

Δίπλα μου, στην υγρή και βρώμικη στοίβα από παρατημένα αντικείμενα, που προηγούμενοι απελπισμένοι, κάτοικοι της γέφυρας είχαν μαζέψει με σκοπό να δημιουργήσουν μια προφυλαγμένη προσωρινή κατοικία, είδα έναν μισοσκουριασμένο τενεκέ που πάνω του είχε ξεθωριασμένα γράμματα, μάλλον στα Ελληνικά.

Τον πήρα και τον χρησιμοποίησα για σκαμπό και καθήμενος πάνω του, συνέχιζα να κοιτάω την βροχή, τον δρόμο, το καυσαέριο που έβγαινε από τις εξατμίσεις …

Εχθές την νύχτα που μας κατέβασαν από την νταλίκα στο parking του λιμανιού της Πάτρας, μας στοίβαξαν κρυφά και γρήγορα στην καρότσα δυο παλιών μικρών φορτηγών, τα οποία θα συνέχιζαν την πορεία τους με σκοπό να μας διανέμουν, έναν-έναν, την φορά σε διάφορα σημεία της Αθήνας, για να μην γίνουμε αντιληπτοί από την αστυνομία.

Και εδώ που είμαι τώρα, τελειώνει το ταξίδι μου, και βρίσκομαι στον προορισμό μου…

Στην Ελλάδα, μου έλεγε ο πατέρας μου θα πας… όταν βιαστικά και με δακρυσμένα μάτια, μου έβαζε τα ρούχα μου στο σακίδιο…

Ακόμα θυμάμαι τα δάκρυα του να πέφτουν αργά, βαριά πάνω στο σακίδιο…

…και αν μπορέσεις στην Αθήνα! Εκεί θα βρεις και άλλους από την πατρίδα και σιγά σιγά θα κάνεις μια καινούρια αρχή, θα έχεις μια δεύτερη ευκαιρία… μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσεις!

Πεινάω αλλά το συναίσθημα αυτό με συντροφεύει πια εδώ και μήνες…

Γύρισα το κεφάλι μου με σκοπό να παρατηρήσω όλη την περιφέρεια του πεδίου που μπορούσα να δω από εκεί που βρισκόμουν, πέρα από την γέφυρα.

Μάταια, όλα ήταν θολά από την βροχή, μόνο αυτοκίνητα ανυπόμονα και με εκνευρισμό, περνούσαν ασταμάτητα μπροστά από τα μάτια μου, σαν κοπάδια από τρομαγμένα γελάδια.

Μέσα σε αυτήν την ασχήμια της μούχλας και του υγρού τσιμέντου, ένοιωσα ένα συναίσθημα ανακούφισης που εγώ ήμουν εκεί, κάτω από την γέφυρα, στεγνός.

Την μισώ την βροχή!

Στην πατρίδα έβρεχε ελάχιστα και όταν έβρεχε, ήταν οι χειρότερες μου μέρες.

Ούτε βόλτες με το ποδήλατο και την παλιοπαρέα, ούτε περπάτημα για χάζι στην αγορά ούτε παιχνίδια με βόλους έξω από το κατώφλι του μαγαζιού μας. Στο μόνο που με εξυπηρετούσε η βροχή, ήταν οι παραδόσεις που έκανα στα σπίτια των πελατών του πατέρα μου, επειδή και αυτοί δεν ήθελαν να βραχούν, με σκοπό να πάρουν τα παπούτσια τους από τον τσαγκάρη.

Όταν άνοιγαν την εξώπορτα τους, τους έδειχνα με τον τρόπο μου, πόσο ταλαιπωρημένος ήμουν, έβαζα το καλό μου χαμόγελο, έκανα στο πλάι τα βρεγμένα μου μαλλιά, σαν να τους περιγράφω με την γλώσσα του σώματος – κοίτα, τι πέρασα εγώ για εσένα- και αυτοί με αγάπη, μου έδιναν ένα καλό φιλοδώρημα.

Το μαγαζάκι του πατέρα μου ήταν γωνιακό, ημιυπόγειο, λίγο σκοτεινό, μια γυάλινη πόρτα και μια μικρή βιτρίνα με αυτοκόλλητα γράμματα «Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΧΑΛΙΦ» και μέσα της μια στοίβα παπούτσια, γυναικεία, ανδρικά, ξεθωριασμένα, από τον ήλιο και τον χρόνο.

Εμένα όμως, μου άρεσε αυτό το μαγαζάκι , αυτό «το εργαστήριο τέχνης» όπως το ονόμαζε ο πατέρας μου, που φιλοδοξούσε να το αναλάβω εγώ, όταν αποφασίσω επιτέλους, να στρωθώ να μάθω την δουλειά.

Μου άρεσε, γιατί κάθε πρωί, που πήγαινα εκεί, οι μυρωδιές από τα βερνίκια και την ξεραμένη, στεγνή κόλλα πάνω στα δέρματα, μου θύμιζαν κάτι οικείο, κάτι, που ήταν πολύ δικό μου, μέρος του εαυτού μου.

Περιοριζόμουν να βοηθάω τον πατέρα μου στο να μιλώ με τους πελάτες, να παραδίδω τα έτοιμα παπούτσια, να παίρνω τα χρήματα και να δίνω τα ρέστα. Ο πατέρας μου από το βάθος του στενόμακρου χώρου, χωρίς να σταματάει ούτε λεπτό την δουλειά, χαμογελούσε περήφανος όταν οι πελάτες μου ‘καναν σχόλια, για το πόσο όμορφος και ευγενικός ήμουν.

Όταν τελειώναμε, το βράδυ, μας άρεσε να περνάμε τις ώρες μας στον λόφο, λίγα τετράγωνα απόσταση από το σπίτι, και ξαπλωμένοι ήσυχα, σχολιάζαμε χαριτολογώντας τους πελάτες μας.

Όταν αυτός αποκοιμιόταν εξαντλημένος, δεν τον ξυπνούσα αμέσως, παρά καθόμουν μόνος μου και κοιτούσα τα αμέτρητα και λαμπερά αστέρια του ουρανού.

Ο πατέρας, μου είχε πει ότι τα αστέρια, είναι οι ψυχές των ανθρώπων που περιμένουν υπομονετικά να τους δοθεί ξανά η ευκαιρία να ζήσουν! Εκεί ήταν σίγουρος ότι ήταν και η ψυχή της μαμάς!

 Ήμουν πολύ χαρούμενος εκεί, εγώ και τα αστέρια!

Όλα αυτά σταμάτησαν ξαφνικά, μέσα σε μια μέρα, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος…

Και τώρα είμαι εδώ, κάτω από αυτή την γέφυρα, μόνος, χωρίς τον πάτερα, μακριά από την πατρίδα, μακριά από τους φίλους μου και ότι μου ήταν οικείο στην μέχρι τώρα ζωή μου.

Πριν από καιρό, στρυμωγμένος σε ένα καμιόνι φορτηγού, για μέρες, αντιλήφθηκα ότι είχα γενέθλιά, έγινα δεκαοχτώ, ενηλικιώθηκα!

Αλλιώς την φανταζόμουν αυτήν την μέρα πιο μικρός, αλλά τι σημασία έχει πια…?

Μια εμετική αίσθηση που προξένησε το στομάχι μου στον λάρυγγά με έκανε να σηκωθώ από τον τενεκέ και να σκεφτώ ξανά την πείνα μου.

Η βροχή όλο πιο δυνατή, επίμονη και χωρίς τύψεις, συνέχιζε να με κάνει να δειλιάζω για οποιαδήποτε απόπειρα να ξεμυτήσω από την προφύλαξη που μου παρείχε η γέφυρα.

Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, κοίταξα πάνω, ήταν ένα καλό καταφύγιο , μέχρι να δω τι μπορώ να κάνω, εδώ που βρέθηκα, μόνο που… μόνο που δεν μπορώ να δω τα Αστέρια!

 

 

 

 

Στην Αρεοπαγίτου της Αναϊς – Κλαίρης Παναγιώτου

Στα δεξιά μου, η φωτισμένη Ακρόπολη. Από όσους κόκκους σκόνης αποτελείται, άλλο τόσο την έχουν φωτογραφίσει.

 

Αντί να γυρίσω σπίτι, πράγμα που θα ήταν λογικό, θέλησα να τεντώσω τον χρόνο. Ήθελα να κρατήσει αυτή η βόλτα. Το ημίφως με τράβηξε σε ένα γνώριμο πεζόδρομο και παρότι ήταν Κυριακή είπα να ξεπεράσω την δήθεν αγοραφοβία μου και να συνεχίσω. Οι φυλλωσιές άφηναν πατημασιές στο πλακόστρωμα. Ζευγαράκια χέρι χέρι περπατούσαν. Τα δικά μου χέρια ήταν στις τσέπες, η αλήθεια είναι πως είχε βάλει λίγη ψύχρα. Μήπως έπρεπε να βιαστώ; Για να πάω πού; Εκεί που δεν με ήθελαν; Εγώ πάντα ακολουθούσα τα σημάδια, μην τυχόν κι έχανα κάποιο, θα προανάγγελε μεγάλη δυστυχία. Ετσί όμως ένιωθα τα βήματά μου μετρημένα, από κάποιον αόρατο βηματομετρητή. Δεν εμπιστευόμουν τους μετρητές παντός είδους, ούτε τον κάθε λογής εμπειρογνώμονα εκτός της δουλειάς μου. Μπροστά μου εμφανίστηκε ένας γέρος που πουλούσε φωτεινά πολύχρωμα σπαθιά. Ο παιδικός μου εαυτός θυμήθηκε τα ιπποτικά παιχνίδια με τη Ζωή. Θα μουν δεν θα μουν έξι χρόνων. Τότε ήταν που με είχαν τιμωρήσει παίρνοντάς μου τους μαρκαδόρους μου. Δεν μου άρεσε να μου παίρνουν ό,τι μου ανήκει. Τσάμπα ο παρατατικός. Ή μήπως αόριστος. Αοριστίες άνευ σημασίας. Ακολουθούσα τον περιπλανόμενο πωλητή. Σαν ένα είδος πολύχρωμου φακού που χρωμάτιζε το δρόμο μου. Άκουσα κάποιες σκόρπιες νότες. Μια τζαζ μελωδία με προσκάλεσε να χορέψω. Όμως πως θα μπορούσα να χορέψω έτσι; Μόνος στη μέση του δρόμου; Δίστασα. Πιο κάτω πέτυχα ένα βιολί με ένα ακορντεόν. Κάπου είχα ξανακούσει αυτή τη μουσική. Με το που τους προσπέρασα, το κομμάτι είχε τελειώσει. Αυθόρμητα χειροκρότησα, δυνατά, όπως κάνουμε στο θέατρο για να συγχαρούμε τους ηθοποιούς. Το χειροκρότημα διατάραξε προς στιγμήν τη ρευστή ατμόσφαιρα του πεζόδρομου. Σαν λάβα ρευστή με μια σβησμένη καλοκαιρινή νοσταλγία. Τι ωραία που είναι το καλοκαίρι. Θυμάμαι είχα βρεθεί σε μια μαγική στιγμή. Μιά περαστική τόλμησε να συνοδεύσει έναν ακορντεονίστα του δρόμου με τη φωνή της. Είχα πλέον προσπεράσει το γέρο με τα σπαθιά. Στα δεξιά μου, η φωτισμένη Ακρόπολη. Από όσους κόκκους σκόνης αποτελείται, άλλο τόσο την έχουν φωτογραφίσει. Άλλοι με κινητά, άλλοι με επαγγελματικές Νίκον και Κόντακ. Η σκέψη των φωτογραφιών με οδήγησαν αναπόφευκτα σε Κείνη. Της άρεσε να δοκιμάζει εφέ με τη μηχανή της και απρόσμενα καδραρίσματα. Σταματούσε στη μέση του δρόμου και προσπαθούσε για ώρα ν’απαθανατίσει μια στιγμή που συνεχώς περνούσε. Έστριβε δεξιά-αριστερά τη μηχανή της, ζούμαρε-ξεζούμαρε, πήγαινε μπρος-πίσω. Εγώ, δεν έπαιρνα τα μάτια μου από το χαμογελό της και από το πως χαμογελούσαν τα μάτια της. Γιατί τα θυμήθηκα τώρα αυτά; Μύρισε καλαμπόκι. Παρότι το σιχαίνομαι, μου αρέσει η μυρωδιά του όταν το ψήνουν. « Αν είναι δυνατόν; Μα να με κάνει να βάλω τις φωνές στην ΠΑΝΟΡΜΟΥ; » είπε περιπαιχτικά μια τροφαντή κυρία σε μια φίλη της, περπατώντας στην αντίθετη από εμένα κατεύθυνση. Σύμφωνα με τη λογική της τροφαντής κυρίας, κάθε δρόμος προυποθέτει και μια ανάλογη συμπεριφορά. Κάθε δρόμος είναι μια μικρή κοινωνία με τους δικούς της κανόνες. Μου άρεσε ν’ακούω τυχαίες φράσεις από περαστικούς, να τις ταξινομώ σε διαλόγους και να ξαναχτίζω τις συζητήσεις. Αισθανόμουν σαν αρχαιολόγος του λόγου. Συνέχιζα να περπατάω προσπαθώντας ν’αποφύγω τις σκέψεις μου, οι οποίες με είχαν πάρει στο κατόπι. Γιατί θυμήθηκα Κείνη πριν; « Σε παρακαλώ άφησέ με. » Τι έβλεπε στον ύπνο της και ξεστόμισε αυτά τα λόγια; Από τότε έφυγα. Περπάτησα ακολουθώντας μια ευθεία. Δεν αντέχω την απόρριψη. Δεν κλαίω ποτέ και όμως κάθε στιγμή ξυπνάω από έναν εφιάλτη στον οποίο πλαντάζω στο κλάμα. Τα δάκρυά μου γίνονται ποτάμια και γεμίζουν λίμνες και χύνονται σ’ωκεανούς. Διψάω, πίνω λίμνες και αδειάζω ωκεανούς. Γεμίζω δάκρυα ξανά και φαύλος κύκλος. Κάθε βράδυ κοιμόμασταν σ’ένα κρεβάτι. Το ανθρώπινο κουβάρι που δημιουργούσαν τα σώματα μας μπλεγμένα είχε αρχίσει να ξετυλίγεται. Το σώμα του ενός γινόταν άλλοτε φωλιά στον άλλο να κουρνιάσει. « Σε παρακαλώ, άφησέ με. » Μήπως η φωλιά είχε για Κείνη γίνει θηλιά; Μάταια και σε ποιόν έκανα αυτές τις ερωτήσεις; Όλο ερωτήματα σκόρπια και κανένας να δώσει μια απάντηση. Ακόμα και τα σημάδια που τόσο πιστά ακολουθούσα σώπαιναν. « Σας παρακαλώ. Πείτε κάτι ! » φώναξα στ’αστέρια. Κάθε ένα μου θύμισε τα μάτια Κείνης, όπως έλαμπαν όταν χαμογελούσε. Διαβάζαμε μαζί το Μικρό Πρίγκιπα. « Τα αστέρια είναι όμορφα εξαιτίας ενός τριαντάφυλλου που δεν βλέπουμε. »

Τον είχα διαβάσει και στα δέκα μου. Μου το είχαν κάνει δώρο και το τελείωσα μέσα σε δύο μέρες. ‘Ηταν αλλιώς τώρα που είχα σχεδόν τα τριπλάσια χρόνια. Πότε πέρασαν; Τι να ήθελα τότε στα δέκα μου; Να το έχω πετύχει άραγε σχεδόν δύο δεκαετίες μετά; Οι εφιάλτες μας πάντα έχουν κάτι να μας διδάξουν. Έναν ανομολόγητο φόβο.

Αυτή η τελευταία σκέψη με έσυρε ως την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Χώθηκα κάτω από τα σεντόνια, σε σκέπασα με τα χέρια μου και σε φίλησα στο κεφάλι.

Δεν σε αφήνω.

Η ΑΝΑΜΟΝΗ ΣΟΥ του Σταμάτη Μπογέα

Εκεί, και εγώ, ως έμβρυο, στην άπνοια, ζω μαζί σου τώρα, σε κοιτώ, σε αγγίζω,  … μέσ’ την φωλιά που πλάθεσαι ασφυκτικά χωράω!

…δεν μπορώ να βγάλω την μαγική εικόνα σου από το μυαλό μου…

Από την στιγμή που σε είδα σαν σκιά στην ασπρόμαυρη οθόνη, τόσο δα μικρό, μια δημιουργία, ένα έμβρυο, το δικό μου θαύμα!

Σαν τον θαλάσσιο ιππόκαμπο που με περίσσια χάρη λικνίζεται αργά… μες του υγρού χορού τα ρεύματα… και πότε πότε σπασμωδικά κινείτε ενοχλημένος…

Είσαι εσύ που αναμένω χρόνια… εσύ είσαι που προσεύχομαι να έρθεις, εσύ που ποθώ πιο πολύ από όλα… ο λυτρωτής μου και ο αφέντης μου εσύ, εσύ είσαι το όνειρο μου!

Πως γίνετε να σε αγαπώ τόσο πολύ, στην σκέψη σου και μόνο να δακρύζω…

Ατέρμονη του χρόνου η προσμονή σου με έλκει κάθε βράδυ όλο και πιο κοντά σου.

Γιατί κάθε βράδυ, το σώμα μου αγγίζει το δικό σου… μέσα από την σάρκα της μητέρας σου, που με περίσσια ευαισθησία και χάρη αγκαλιάζω, που ξενυχτώ με τρυφερότητα και πάθος, περιμένοντας εσένα, να μου γνέψεις, να σαλέψεις με τον δικό σου τρόπο, όπως εσύ, μοναδικά, μπορείς να με αγγίξεις!

Και όταν ο ύπνος χαδέψει τα βλέφαρα μου απαλά και στον ονείρων μου την παραζάλη ταξιδεύω, στον κόσμο σου μπορώ τώρα να βρεθώ ,υγρό, ζεστό, σεντόνι ο σάκος σου να μ αγκαλιάζει!

Εκεί, και εγώ, ως έμβρυο, στην άπνοια, ζω μαζί σου τώρα, σε κοιτώ, σε αγγίζω,

… μέσ’ την φωλιά που πλάθεσαι ασφυκτικά χωράω!

Και να με, μαζί σου πια…! Διπλά σου, κοντά σου…!

Η συντροφιά σου σαν την αγνή αγάπη του θεού θυμίζει, ζεστό πυκνό σκοτάδι με αγκαλιάζει…

Ο υπέροχος χτύπος τις καρδιάς σου, ήχος ζωής παρηγορεί τους φόβους μου, μελωδία αγγέλων ηχεί τραγούδι…

Ας μείνουμε εδώ! Και ας κάνουμε μαζί αυτό που δεν έχει ξαναγίνει…!

Εσύ… ποτέ μην γεννηθείς, εδώ να μείνεις!

Και εγώ μαζί σου να χαθώ , μέσα στο άπειρο, πείσω μην γυρίσω….

Μέσα στο όνειρο να μείνω, να ανέβω…να μην ξυπνήσω σας παρακαλώ, να μην ξυπνήσω πάλι!