«Η Σκοτεινή» της Αναίς – Κλαίρης Παναγιώτου

«Η Σκοτεινή» της Αναίς – Κλαίρης Παναγιώτου
Συνέβη ένα βράδυ. Ή μάλλον ένα πρωί. Εκείνη την παράξενη ώρα που σμίγει το σκοτάδι με το φως. Η Φωτεινή γυρνούσε στο σπίτι από μια έξοδο με τα παιδιά. Επέμειναν να τη γυρίσουν σπίτι με το αμάξι, αλλά αυτή ήθελε να περπατήσει. Δεν πήρε καν το πρώτο μετρό, άλλωστε τρεις στάσεις ήταν μόνο. Προτίμησε να περπατήσει στην αγουροξυπνημένη Αθήνα. Της άρεσε αυτή η αίσθηση, άυπνη στην πόλη με βραδινά ρούχα. Την διασκέδαζε που την κοιτούσαν παραξενεμένοι οι περαστικοί. « Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελά ». Ειδικά σήμερα, πρέπει να ήταν το φόρεμά της. Την κοιτούσαν όλοι πολύ περίεργα. Κάπως σαν φοβισμένοι. Παγιέτες πρωί πρωί. «Πού πήγαινα έτσι;» σκέφτηκε ότι θα έλεγαν στη γειτονιά. Ενώ όμως συνήθως ποσώς την ενδιέφερε η γνώμη του κόσμου. Σήμερα ένιωθε τα βλέμματά τους βαριά επάνω μου. Με ακολουθούσαν σημειωτόν. Περπάτησα λίγο πιο γοργά. Καθώς βάδιζε στο μικρό απόμερο στενό που την οδηγούσε σπίτι, ένιωσε μια παγωμάρα στην πλάτη. Δεν είχε ιδέα το τι συνέβαινε πίσω απ την πλάτη της. Είχε ξήμερώσει και σε κάθε της βήμα, η σκιά της στο πεζοδρόμιο, αυτή που ήταν δεμένη στα πόδια της, ξεκολλούσε λίγο λίγο από το έδαφος και σηκωνόταν. Ώσπου φτάνοντας στο γωνιακό φούρνο, την ακολουθούσε πλέον όρθια και περήφανη, μιμούμενη την κάθε της κίνηση. Ούτε η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού δεν μπόρεσε να ζεστάνει τη Φωτεινή. Διαισθανόταν μια παρουσία. Είχε κοκαλώσει. Κοιτούσε μόνο μπροστά σαν να της είχαν βάλει παρωπίδες μέχρι που έφτασε μπροστά στην πόρτα. Έβγαλε μηχανικά τα κλειδιά από το τσαντάκι της. Άπλωσε το αριστερό της χέρι να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά. Τότε είδε. Στην κίνησή της αυτή την ακολούθησε μια σκιά ενός ξένου χεριού. Πάγωσε το αίμα της. Συγκράτησε μια κραυγή και έκλεισε αμέσως τα μάτια. Πήρε δύο βαθιές ανάσες και άνοιξε ήρεμα τα μάτια της. Ίσως να είχε ψευδαισθήσεις από το ποτό. Τα μάτια της έκαναν έναν ολόκληρο κύκλο, κοίταξαν δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω. Τίποτα. Γύρισε απότομα πίσω της και τότε την είδε. Μια μαύρη φιγούρα κι αυτή με κεφάλι γυρισμένο. Προσπάθησε να την πλησιάσει, καθώς παρόλο της παραξενιά της, της φαινόταν άκακη. Εκείνη απομακρύνθηκε. Προσπάθησε να κάνει ένα βήμα πίσω και η Σκιά έκανε ένα βήμα μπροστά. Συνεχίστηκε αυτό για κάποια δευτερόλεπτα. Ήταν σαν να χόρευαν. Η σκοτεινή σιλουέτα μαζί με τη Φωτεινή στην μικρή αυλή της εισόδου. Ώσπου σταμάτησαν. Η Φωτεινή κοίταξε τριγύρω, μήπως κάτι της μοιάσει αφύσικο. Ήθελε να πιστέψει πως είναι ένα όνειρο. Κι όμως, ήταν στην αυλή του σπιτιού της, με τον πράσινο φουντωτό βασιλικό και τη φαγωμένη από τη μελίγκρα μέντα. Τα κάγκελα είχαν το σύνηθες ξεφτισμένο μπλε και μύριζε όπως πάντα το νυχτολούλουδο της γειτόνισσας και το κάτουρο από τις γάτες της γειτονίας που είχαν κάνει την αυλή στέκι τους. Το μόνο περίεργο ήταν αυτή η συννεφιασμένη αντανάκλασή της. Αποπειράθηκε να μπει γρήγορα μέσα στο σπίτι και να την κλειδώσει απ’έξω. Σαν αστραπή ξεκλείδωσε, μπήκε και σφάλισε δυνατά την πόρτα πίσω της. Ήταν σίγουρη ότι δεν είχε προλάβει η άλλη να μπει και πλέον την είχα αφήσει πίσω της. Πόσο αφελής σκέψη; Μπορούμε έτσι απλά να ξεφορτωθούμε τη σκιά μας;
Θα μπορούσε επιτέλους να πάει στο κρεβάτι μου και να κοιμηθεί. Έβγαλε με μια γρήγορη κίνηση τα παπούτσια της και γύρισε να πάω στο δωμάτιό μου. Ήταν εκεί. Αδυνατούσε να το πιστέψει. Όσο την κοιτούσε, τόσο παρατηρούσε πόσο έμοιαζαν. Ίδιο ύψος, ίδιος σωματότυπος. Άλλοτε δεν της άρεσε να μοιάζει με καμία. Ήθελε να διαφέρει. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Είχε απέναντί της έναν καθρέπτη του εαυτού της. Ήταν κομμάτι της. Ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν πήγαινε, την ακολουθούσε. Η Φωτεινή πήγε στο κρεβάτι της ξάπλωσε, και μαζί και η άλλη. «Όπου είμαι είναι κι αυτή. Είναι η Σκιά μου.» Ήταν η τελευταία σκέψη της πριν αποκοιμηθεί. Κι έτσι πια άρχισε να ζει στον πληθυντικό. Μέσα της ήθελε να απαλλαγεί απ’αυτή την ιχνηλασία, αλλά προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, μη τυχόν και το καταλάβει η άλλη.
Κοιμήθηκαν πολύ. Σηκωθήκαν το απόγευμα. Πήγαν στην κουζίνα να φτιάξουν τσάι. Πήραν τηλέφωνο τη μάνα της. Προσπαθήσαν να της εξηγήσουν μέσες άκρες και τελικά της προτείναν να περάσει από κει. Χτύπησε το κουδούνι κατά τις 8. Της ανοίξαν δειλά την πόρτα. Με το που μπήκε χλώμιασε και τα μάτια της τρόμαξαν. Δεν είπε λέξη και πλησίασε να αγκαλιάσει την κόρη της. Την αγκάλιασε κι εκείνη. Η Σκιά έκλεινε με τα χέρια της μια άδεια αγκαλιά. Και πλησίασε να αγκαλιάσει κι αυτή το έγχρωμο ομοίωμά της. Η μάνα και η Φωτεινή δάκρυσαν, η Σκιά τίποτα, αγέρωχη, εξάλλου μάλλον δεν μπορούσε. Η μάνα της μετά από λίγο έφυγε και δεν ξανάρθε ποτέ στο σπίτι. Νόμισε πως αυτό ευθύνεται για ό,τι στοίχειωσε την μοναχοκόρη της. Οι μέρες περνούσαν και η Φωτεινή ολοένα και γινόταν ένα με την σκιά. Έιχε χάσει πολλά κιλά. Πίστευε πως με αυτόν τον τρόπο θα γινόταν και η Σκιά πιο ισχνή και θα κατόρθωνε να τη σβήσει. Δεν είχε πλέον καμία επαφή με την παρέα της. Οι περισσότεροι την είχαν απορρίψει λόγω σκιάς και άλλοι αποδείχτηκαν οι ίδιοι σκιεροί τύποι. Μόνο η Δήμητρα την έπαιρνε κανένα τηλέφωνο που και που να πάρει νέα και να της προτείνει να πάνε για κανά σουβλάκι. Η Φωτεινή αρνιόταν. Δεν καταλάβαινε πως τη Δήμητρα δεν την ενοχλούσε η σκιά. Ήταν που η Δήμητρα γεννήθηκε τυφλή και ζούσε σε έναν κόσμο από σκιές.
Η Σκιά ήταν πάντα εκεί και όλο και πλήσίαζε το λιποβαρές πλέον σώμα της Φωτεινής. Είχαν γίνει σχεδόν ένα. Η Φωτεινή είχε βουτηχτεί στο σκοτάδι. Μια μέρα ξύπνησε μες στην νύχτα αγκαλιά με τη Σκιά της. Στον ύπνο της, της είχε έρθει μια ιδέα. Αν κυκλοφορούσε στο σκοτάδι, δεν θα έβλεπε τη Σκιά της. Βγήκε έξω, περπάτησε εώς ότου να μην υπάρχουν άλλα φώτα. Εκεί η Σκιά την έχασε. Ήταν σαν να κολυμπούσαν μέσα σε μελάνι. Εκεί σκέφτηκε τη Δήμητρα. Χαμογέλασε. Αυτό θα έκανε κάθε νύχτα. Σε αυτή τη μελανή θάλασσα είχε ξαναβρεί την ελευθερία της.
Για πόσο όμως;
Ξημέρωνε.