Σοφία
Στεκουλέα

«Η Σκοτεινή» της Αναίς – Κλαίρης Παναγιώτου

Κι έτσι πια άρχισε να ζει στον πληθυντικό. Μέσα της ήθελε να απαλλαγεί απ’αυτή την ιχνηλασία, αλλά προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, μη τυχόν και το καταλάβει η άλλη.

«Η Σκοτεινή» της Αναίς – Κλαίρης Παναγιώτου

 

Συνέβη ένα βράδυ. Ή μάλλον ένα πρωί. Εκείνη την παράξενη ώρα που σμίγει το σκοτάδι με το φως. Η Φωτεινή γυρνούσε στο σπίτι από μια έξοδο με τα παιδιά. Επέμειναν να τη γυρίσουν σπίτι με το αμάξι, αλλά αυτή ήθελε να περπατήσει. Δεν πήρε καν το πρώτο μετρό, άλλωστε τρεις στάσεις ήταν μόνο. Προτίμησε να περπατήσει στην αγουροξυπνημένη Αθήνα. Της άρεσε αυτή η αίσθηση, άυπνη στην πόλη με βραδινά ρούχα. Την διασκέδαζε που την κοιτούσαν παραξενεμένοι οι περαστικοί. « Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελά ». Ειδικά σήμερα, πρέπει να ήταν το φόρεμά της. Την κοιτούσαν όλοι πολύ περίεργα. Κάπως σαν φοβισμένοι. Παγιέτες πρωί πρωί. «Πού πήγαινα έτσι;» σκέφτηκε ότι θα έλεγαν στη γειτονιά. Ενώ όμως συνήθως ποσώς την ενδιέφερε η γνώμη του κόσμου. Σήμερα ένιωθε τα βλέμματά τους βαριά επάνω μου. Με ακολουθούσαν σημειωτόν. Περπάτησα λίγο πιο γοργά. Καθώς βάδιζε στο μικρό απόμερο στενό που την οδηγούσε σπίτι, ένιωσε μια παγωμάρα στην πλάτη. Δεν είχε ιδέα το τι συνέβαινε πίσω απ την πλάτη της. Είχε ξήμερώσει και σε κάθε της βήμα, η σκιά της στο πεζοδρόμιο, αυτή που ήταν δεμένη στα πόδια της, ξεκολλούσε λίγο λίγο από το έδαφος και σηκωνόταν. Ώσπου φτάνοντας στο γωνιακό φούρνο, την ακολουθούσε πλέον όρθια και περήφανη, μιμούμενη την κάθε της κίνηση. Ούτε η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού δεν μπόρεσε να ζεστάνει τη Φωτεινή. Διαισθανόταν μια παρουσία. Είχε κοκαλώσει. Κοιτούσε μόνο μπροστά σαν να της είχαν βάλει παρωπίδες μέχρι που έφτασε μπροστά στην πόρτα. Έβγαλε μηχανικά τα κλειδιά από το τσαντάκι της. Άπλωσε το αριστερό της χέρι να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά. Τότε είδε. Στην κίνησή της αυτή την ακολούθησε μια σκιά ενός ξένου χεριού. Πάγωσε το αίμα της. Συγκράτησε μια κραυγή και έκλεισε αμέσως τα μάτια. Πήρε δύο βαθιές ανάσες και άνοιξε ήρεμα τα μάτια της. Ίσως να είχε ψευδαισθήσεις από το ποτό. Τα μάτια της έκαναν έναν ολόκληρο κύκλο, κοίταξαν δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω. Τίποτα. Γύρισε απότομα πίσω της και τότε την είδε. Μια μαύρη φιγούρα κι αυτή με κεφάλι γυρισμένο. Προσπάθησε να την πλησιάσει, καθώς παρόλο της παραξενιά της, της φαινόταν άκακη. Εκείνη απομακρύνθηκε. Προσπάθησε να κάνει ένα βήμα πίσω και η Σκιά έκανε ένα βήμα μπροστά. Συνεχίστηκε αυτό για κάποια δευτερόλεπτα. Ήταν σαν να χόρευαν. Η σκοτεινή σιλουέτα μαζί με τη Φωτεινή στην μικρή αυλή της εισόδου. Ώσπου σταμάτησαν. Η Φωτεινή κοίταξε τριγύρω, μήπως κάτι της μοιάσει αφύσικο. Ήθελε να πιστέψει πως είναι ένα όνειρο. Κι όμως, ήταν στην αυλή του σπιτιού της, με τον πράσινο φουντωτό βασιλικό και τη φαγωμένη από τη μελίγκρα μέντα. Τα κάγκελα είχαν το σύνηθες ξεφτισμένο μπλε και μύριζε όπως πάντα το νυχτολούλουδο της γειτόνισσας και το κάτουρο από τις γάτες της γειτονίας που είχαν κάνει την αυλή στέκι τους. Το μόνο περίεργο ήταν αυτή η συννεφιασμένη αντανάκλασή της. Αποπειράθηκε να μπει γρήγορα μέσα στο σπίτι και να την κλειδώσει απ’έξω. Σαν αστραπή ξεκλείδωσε, μπήκε και σφάλισε δυνατά την πόρτα πίσω της. Ήταν σίγουρη ότι δεν είχε προλάβει η άλλη να μπει και πλέον την είχα αφήσει πίσω της. Πόσο αφελής σκέψη; Μπορούμε έτσι απλά να ξεφορτωθούμε τη σκιά μας;

Θα μπορούσε επιτέλους να πάει στο κρεβάτι μου και να κοιμηθεί. Έβγαλε με μια γρήγορη κίνηση τα παπούτσια της και γύρισε να πάω στο δωμάτιό μου. Ήταν εκεί. Αδυνατούσε να το πιστέψει. Όσο την κοιτούσε, τόσο παρατηρούσε πόσο έμοιαζαν. Ίδιο ύψος, ίδιος σωματότυπος. Άλλοτε δεν της άρεσε να μοιάζει με καμία. Ήθελε να διαφέρει. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Είχε απέναντί της έναν καθρέπτη του εαυτού της. Ήταν κομμάτι της. Ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν πήγαινε, την ακολουθούσε. Η Φωτεινή πήγε στο κρεβάτι της ξάπλωσε, και μαζί και η άλλη. «Όπου είμαι είναι κι αυτή. Είναι η Σκιά μου.» Ήταν η τελευταία σκέψη της πριν αποκοιμηθεί. Κι έτσι πια άρχισε να ζει στον πληθυντικό. Μέσα της ήθελε να απαλλαγεί απ’αυτή την ιχνηλασία, αλλά προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, μη τυχόν και το καταλάβει η άλλη.

Κοιμήθηκαν πολύ. Σηκωθήκαν το απόγευμα. Πήγαν στην κουζίνα να φτιάξουν τσάι. Πήραν τηλέφωνο τη μάνα της. Προσπαθήσαν να της εξηγήσουν μέσες άκρες και τελικά της προτείναν να περάσει από κει. Χτύπησε το κουδούνι κατά τις 8. Της ανοίξαν δειλά την πόρτα. Με το που μπήκε χλώμιασε και τα μάτια της τρόμαξαν. Δεν είπε λέξη και πλησίασε να αγκαλιάσει την κόρη της. Την αγκάλιασε κι εκείνη. Η Σκιά έκλεινε με τα χέρια της μια άδεια αγκαλιά. Και πλησίασε να αγκαλιάσει κι αυτή το έγχρωμο ομοίωμά της. Η μάνα και η Φωτεινή δάκρυσαν, η Σκιά τίποτα, αγέρωχη, εξάλλου μάλλον δεν μπορούσε. Η μάνα της μετά από λίγο έφυγε και δεν ξανάρθε ποτέ στο σπίτι. Νόμισε πως αυτό ευθύνεται για ό,τι στοίχειωσε την μοναχοκόρη της. Οι μέρες περνούσαν και η Φωτεινή ολοένα και γινόταν ένα με την σκιά. Έιχε χάσει πολλά κιλά. Πίστευε πως με αυτόν τον τρόπο θα γινόταν και η Σκιά πιο ισχνή και θα κατόρθωνε να τη σβήσει. Δεν είχε πλέον καμία επαφή με την παρέα της. Οι περισσότεροι την είχαν απορρίψει λόγω σκιάς και άλλοι αποδείχτηκαν οι ίδιοι σκιεροί τύποι. Μόνο η Δήμητρα την έπαιρνε κανένα τηλέφωνο που και που να πάρει νέα και να της προτείνει να πάνε για κανά σουβλάκι. Η Φωτεινή αρνιόταν. Δεν καταλάβαινε πως τη Δήμητρα δεν την ενοχλούσε η σκιά. Ήταν που η Δήμητρα γεννήθηκε τυφλή και ζούσε σε έναν κόσμο από σκιές.

Η Σκιά ήταν πάντα εκεί και όλο και πλήσίαζε το λιποβαρές πλέον σώμα της Φωτεινής. Είχαν γίνει σχεδόν ένα. Η Φωτεινή είχε βουτηχτεί στο σκοτάδι. Μια μέρα ξύπνησε μες στην νύχτα αγκαλιά με τη Σκιά της. Στον ύπνο της, της είχε έρθει μια ιδέα. Αν κυκλοφορούσε στο σκοτάδι, δεν θα έβλεπε τη Σκιά της. Βγήκε έξω, περπάτησε εώς ότου να μην υπάρχουν άλλα φώτα. Εκεί η Σκιά την έχασε. Ήταν σαν να κολυμπούσαν μέσα σε μελάνι. Εκεί σκέφτηκε τη Δήμητρα. Χαμογέλασε. Αυτό θα έκανε κάθε νύχτα. Σε αυτή τη μελανή θάλασσα είχε ξαναβρεί την ελευθερία της.

Για πόσο όμως;

Ξημέρωνε.

Αφύπνιση του Σταμάτη Μπογέα

Αυτό που είδε τον έκανε να τρομάξει τόσο πολύ που ακόμα και ο ήχος της κούπας που έσπαγε στο πάτωμα, δεν τον έκανε να τραβήξει το βλέμμα του στο ελάχιστο.

Ήταν ένα Αυγουστιάτικο μεσημέρι σε μια φτωχογειτονιά στα Καμίνια.

Ο Θωμάς, ένας μεσήλικας απόγονος, μιας σχεδόν μικροαστικής οικογένειας, μόνος πια, μετά από το τρομερό τροχαίο δυστύχημα που χάθηκαν οι γονείς του, είχε μόλις ανοίξει τα μάτια του, έπειτα από την χθεσινή κραιπάλη, μπροστά από την τηλεόραση όπως συνήθιζε να σκοτώνει ανηλεώς τον χρόνο του.

Μακροχρόνια άνεργος, ανήμπορος να αντιμετωπίσει όλο αυτό. που ο ίδιος από τα εφηβικά του χρόνια συνήθιζε να λέει σκατοκατεστημένο, είχε κρύψει την άθλια μελαγχολική του ζωή στο πατρικό του δυαράκι.

Με ιδιαίτερη προσπάθεια κατάφερε να σηκώσει το λιπώδες σώμα του από τον καναπέ που είχε αποκοιμηθεί όπως πάντα …

Με ένα σώβρακο, που ένας θεός ξέρει από πότε το φορούσε, ο ίδιος σίγουρα δεν ήξερε, και μια τρύπια φανέλα, γεμάτη λεκέδες από τα πρόχειρα γεύματα που τις περισσότερες φορές ήταν κονσέρβες που η πρόνοια είχε φροντίσει να του φέρει.

Μόνο σε αυτούς άνοιγε την πόρτα του και αυτό μόνο, από καταραμένη ανέχεια, όπως συνήθιζε να λέει στον εαυτό του, όταν τους έκλεινε αγενέστατα την πόρτα στη μούρη.

Δίπλα στο πάτωμα η Πέρλα, ένα γέρικο και παχύσαρκο μπουλντόγκ με αρθριτικά, σάλιωνε το πάτωμα και τον κοιτούσε χωρίς να σαλέψει διόλου…

Περπάτησε ξυπόλυτος προς την κουζίνα, χωρίς ούτε καν να την κοιτάξει, τέντωσε προς τα πίσω την μέση του, με το δεξί του χέρι να προσπαθεί να κρατήσει την κόντρα τις διάτασης και βγάζοντας ένα αναστεναγμό σε μορφή χασμουρητού, άνοιξε τα τσιμπλιασμένα μάτια του για να βρει την χθεσινή γουλιά καφέ που θυμάται ότι περίσσεψε. Προσπάθησε να συγκεντρώσει το βλέμμα του μέσα στην στοίβα από άπλυτα πιάτα, ποτήρια, αποφάγια και ότι άλλο μπορούσε να φανταστεί ο ανθρώπινος νους και Ααα… να τη!

Χωρίς δισταγμό και με περίσσια απάθεια έφερε την βρώμικη κούπα με το κατακάθι καφέ στα χείλη του… Αλλά εκείνη η στιγμή κάτι τον έκανε να παγώσει ολόκληρος… οι τρίχες στον σβέρκο του σηκώθηκαν όλες με μιας και το σώμα του μάγκωσε σε αυτήν την στάση.

Τι συνέβαινε? Ένιωθε ότι, κάτι δεν ήταν όπως ήταν, αλλά τι…? Ένιωθε στην πλάτη του μια παρουσία αλλά αυτό ήταν αδύνατον! Η κουζίνα ήταν τόσο μικρή που δεν υπήρχε περίπτωση … αλλά τι ήταν αυτό…! Ίσως ήταν η ιδέα του, εξάλλου μόλις ξύπνησε και δεν είχε πιει και αυτή την γουλιά καφέ…! ξαφνικά ακούστηκε εκκωφαντικά, χωρίς προηγούμενο, άγρια και δυνατά το γάβγισμα του σκύλου. Του κόπηκαν τα πόδια και ρίγη διαπέρασαν όλο του το σώμα…

Η σκύλα σηκώθηκε απότομα από το πάτωμα και με γρύλισμα φόβου κατευθύνθηκε προς την κουζίνα πίσω από την πλάτη του, εκεί που είχε νιώσει πριν λίγα μόλις δευτερόλεπτα το αταίριαστο… με αργές, πολύ αργές κινήσεις, γύρισε το κεφάλι του πάνω από τον αριστερό του ώμο και με περισσό τρόμο και τρέμουλο κοίταξε με κλεφτές ματιές από πίσω του.

Αυτό που είδε τον έκανε να τρομάξει τόσο πολύ που ακόμα και ο ήχος της κούπας που έσπαγε στο πάτωμα, δεν τον έκανε να τραβήξει το βλέμμα του στο ελάχιστο.

Μπροστά του, εκεί ακριβώς μπροστά του, στο τοίχο του μικρού διαμερίσματος ήταν μια πόρτα, μια πόρτα που δεν ήταν ποτέ πριν εκεί…! Μια παλαιά ξύλινη πόρτα, χρώματος καφέ πράσινο με χρυσό και ξεφτισμένη πετούγια. Δεν ήταν δυνατόν! Πως…? Ακούμπησε την μέση του στον πάγκο και κρατήθηκε με τα χέρια του από αυτόν, προσπαθώντας να κρατήσει όσο μπορούσε απόσταση από την ξένη παρουσία. Του πέρασε φευγαλέα μια σκέψη από το μυαλό να πάει κοντά, να την ανοίξει, αλλά όχι, όχι, αν ήταν κάτι που ο Θωμάς φημιζόταν από την εφηβική του ηλικία ήταν η δειλία του.

Κάθισε εκεί αποσβολωμένος και φώναξε την Πέρλα που είχε πάει στο μπάνιο να λουφάξει από τον φόβο της, που το σκυλίσιο ένστικτο αυτοσυντήρησης της πρόσταζε… Πέρλα!  Φώναξε δυνατά και επιτακτικά για άλλη μια φορά με την φωνή να σβήνει στο χώρο με ένα λυγμό αγωνίας. Τίποτα το κωλόσκυλο ήταν πιο δειλή ακόμα και από αυτόν… άρχισε να κάνει πλάγια βήματα, πάντα κολλημένος στο πάγκος της κουζίνας προσπαθώντας να κρατήσει απόσταση ασφαλείας από μια πόρτα που ξεφύτρωσε στο πατρικό του…

Μόλις ο πάγκος τελείωσε αμήχανα έτρεξε προς την εξώπορτα και έσφιξε το χέρι του στο πόμολο, δίστασε… να βγει έξω? Αυτό ήταν κάτι που μέχρι πριν ήταν αδιανόητο για αυτόν!

Παίρνοντας μισή ανάσα, βιαστικά, άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε με την σώβρακο φανέλα στον διάδρομο του πρώτου ορόφου που το μικρό δυαράκι βρισκόταν…

Μια πόρτα μια πόρτα φώναξε! Μια πόρτα που δεν…

Κανείς…

Εεε με ακούτε ? Μια πόρτα!

Οι γείτονες άρχισαν να ανοίγουν τις πόρτες τους ο ένας μετά τον άλλο με περιέργεια να καταλάβουν ποιος φώναζε στους διαδρόμους .

- Μα ποιος είναι αυτός; ρώτησε η κα Θάλεια, μια ηλικιωμένη άλλοτε κομμώτρια της γειτονιάς, κρατώντας στην αγκαλιά της το μικροσκοπικό τσιουαουα, που γάβγιζε εκνευριστικά.

- Αυτός ο τρελό Θωμάς, τις συχωρεμένης της Αμαλίας, ο γιος. της απάντησε ο απέναντι.

- Και τι λέει? Γιατί φωνάζει το παιδί?

- Δεν κατάλαβα, κάτι ακαταλαβίστικα για μια πόρτα……… πάει του έστριψε τελείως αυτουνού!

- Μη φωνάζεις μεσημεριάτικα! φώναξε προσπαθώντας να δώσει αυστηρό τόνο στην φωνή του.

- Μια πόρτα σας λέω! μια πόρτα είναι μέσα στο σπίτι μου…

- Έλα αγόρι μου… πετάχτηκε πάλι η γριά. Ηρέμησε ο κόσμος θέλει να κοιμηθεί….

- Δεν καταλαβαίνουν… δεν με πιστεύουν… γύρισε και κοίταξε την ανοιχτή εξώπορτα του Τι έπρεπε να κάνει…?

Πλησίασε, μέσα το διαμέρισμα ήταν σκοτεινό…

Με αργά και δειλά βήματα προχώρησε ξανά στο εσωτερικό του διαμερίσματος έκλεισε την πόρτα πίσω του και ακούμπησε την πλάτη του σε αυτήν.

«Δεν είμαι τρελός…» Ψιθύρισε στον εαυτό του.

Με μια κλεφτή ματιά κοίταξε προς το μέρος που είχε δει την πόρτα προκειμένου να επιβεβαιώσει τα λόγια του… Η πόρτα ήταν εκεί!

«Δεν είμαι τρελός… οι γονείς μου, μου λείπουν! Πατέρα… μου λείπεις!»

Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον χώρο γύρω του όπως δεν τον είχε ξανακοιτάξει πριν…

Τι αχούρι! Και αυτή η βρόμα… υγρασία και μούχλα! Σκέφτηκε.

Κάτι άλλαξε μέσα του στιγμιαία, όλα ήταν απαίσια!

Ξεκόλλησε την πλάτη του από την εξώπορτα και χωρίς καν να έχει τον φόβο που μόλις πριν τον είχε καθηλώσει άνοιξε όλα τα παράθυρα και μπήκε ο υπέροχος Αυγουστιάτικος ήλιος στο διαμέρισμα του ξανά! Βάλθηκε με μανία να μαζεύει όλα τα σκουπίδια, καθάριζε όλο το σπίτι μέχρι το επόμενο πρωί χωρίς σταματημό λες και δεν υπήρχε αύριο…

Ένα μήνα μετά ο Θωμάς, ο άλλοτε αγοραφοβικός, δειλός και μακροχρόνια άνεργος είχε πιάσει δουλειά, ως βοηθός στον μαραγκό της γειτονιάς και μάθαινε την τέχνη. Είχε γνωρίσει και την Σούλα μια νεαρά, λίγο ελαφριά, ταμία στο Supermarket που ο Θωμάς συνήθιζε να κάνει τα ψώνια του.

Μια από τις φορές που η Σούλα τον επισκέφθηκε στο μικρό του δυαράκι τον ρώτησε με περίσσια χάρη: «Αυτή η πόρτα γιατί υπάρχει εδώ?»

Ο Θωμάς με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη, της απάντησε: «Ο πατέρας μου την έβαλε εκεί, για εμένα!»

Η Σούλα δεν κατάλαβε, αλλά δεν ξαναρώτησε ποτέ για αυτό…

Πλάτη στην πόρτα της Αναΐς-Αθηνά Παναγιώτου

...τη φαντάζονταν χωρίς μουσούδα, μονίμως με γυρισμένη την πλάτη και της φάνηκε αστεία αυτή η απουσία.

Η πορτοκαλιά κουρτίνα φίλτραρε το λευκό, παγωμένο φως, αυτής της χειμωνιάτικης μέρας, δίνοντας την ψευδαίσθηση ενός καλοκαιρινού ηλιοβασιλέματος.

Σήμερα ήταν κουρασμένη και κοιτούσε το παράθυρο. Τι σήμαινε αυτό;

Μήπως ξυπνούσαν οι «τάσεις φυγής» της;

Αποφάσισε να τις κοιμίσει πέφτοντας για ύπνο. Σηκώθηκε ύστερα από δυόμιση ώρες και το σούρουπο την βρήκε να κοιτάζει και πάλι το παράθυρο.

Τα φώτα της πόλης άναβαν αργά.

Γύρισε την πλάτη στο παράθυρο. Ευθύς συνειδητοποίησε πως δεν ήταν μόνη. Η κανελή, τιγρέ γάτα ήταν πλάτη στην πόρτα. Είχε ξεμείνει, εκεί, αυτή. Δεν της άρεσαν οι γάτες, αλλά αυτή τη φαντάζονταν χωρίς μουσούδα, μονίμως με γυρισμένη την πλάτη και της φάνηκε αστεία αυτή η απουσία.

Αλήθεια; Αστεία;

Άνοιξε το παράθυρο. Το μυαλό της την τριβέλιζε, τα τριζόνια απ΄ το απέναντι μπαλκόνι τσίριζαν.

«Τσιμουδιά!»

Κι εκείνα απάντησαν: «Για σένα ότι θέλεις! Αφού ξέρεις».

Αυτή η γνώριμη φράση, από τη μια άδειασε την ψυχή της και από την άλλη, γέμισε τα μάτια της με δάκρυα.

«Τι ξέρω;»

Μια ερώτηση που της τρυπούσε τα σωθικά. Η γκρίζα μέρα είχε γκριζώσει την άλλοτε φωτεινή της ψυχή. Σήμερα δεν ήθελε να ξέρει τίποτα. Ποια ήταν;

Μια σκιά. Αρσενική σκιά. Την είδε από το παράθυρο. Περπατούσε με μικρά, κοφτά βήματα. Πάντα προσεκτικά. Μην πατήσει καμιά λακκούβα, μη διακόψει την συνεχή ροή από το ρυάκι που είχε σχηματίσει η βροχή στο δρόμο ή μήπως, για να μην πιτσιλιστεί το καινούργιο του παντελόνι; Γέλασε.

Το ρυάκι γυάλιζε κάτω από το τεχνητό φως του δρόμου. Γοργά κυλούσε να προφτάσει ένα μεγαλύτερο.

«Πού να πηγαίνει αυτό το ασημένιο ποτάμι;» αναρωτήθηκε κι η σκέψη της χάθηκε όπως τα βήματα πάνω στο βρεγμένο οδόστρωμα. Ακολούθησε το ρυάκι. Έτρεχε. Φορούσε μια μπλε και κόκκινη μαρινιέρα. Έκλαιγε και διέσχιζε το δρόμο.

Έφτασε στο σπίτι. Η κανελή, τιγρέ γάτα ήταν πλάτη στην πόρτα.

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Φορούσε μια μπλε και κόκκινη μαρινιέρα.

Κοίταξε το παράθυρο.

Ήταν κλειστό.

«Μάντεψε τι λέει η μαμά».

Φωνές. Ξεχώρισε ένα «φοβάμαι», ένα «θα πάρω γιατρό» κι έπειτα χέρια την έπιασαν, την σήκωσαν, την ανάγκασαν να βαδίσει, την ξάπλωσαν μαλακά στο κρεβάτι, την σκέπασαν κι έμεινε μόνη της. Άφησε τα μάτια της ανοιχτά, το κορμί της να αφουγκράζεται, μόνο το στόμα σφράγισε.

 

Καθόταν στην πολυθρόνα της καπνίζοντας το δεύτερο τσιγάρο. Άκουσε τo σώμα τού άντρα της να στριφογυρνά στα σεντόνια.

Είχε αλλάξει πλευρό. Ακόμα λίγα λεπτά για την τελευταία ρουφηξιά τού καφέ της. Συνέχισε να καπνίζει.

Τώρα θα γυρνούσε αργά ανάσκελα, θα άνοιγε τα μάτια του να αναγνωρίσει την ώρα, τη μέρα, τον καιρό.

Βιάστηκε να καταπιεί την τελευταία γουλιά τού καφέ της, να τελειώσει το τσιγάρο της.

Εκείνος θα σηκώνονταν, θα πήγαινε τουαλέτα και μέχρι να βγει θα ήταν έτοιμος ο καφές του. Άναψε το γκαζάκι, γέμισε νερό το παλιό μπρίκι, έριξε τις δυο κουταλιές καφέ και το άφησε να σιγοψήνει. Πήρε την κούπα του από το ντουλάπι και στάθηκε στα σκοτεινά να περιμένει. Άκουσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας να ανοίγει. «Καλημέρα» του είπε, χωρίς να γυρίσει. Εκείνος προσπέρασε την τουαλέτα και πήγε κοντά της. Γύρισε και τον είδε να την κοιτά με βλέμμα επίμονο. Της χαμογέλασε και την φίλησε στο μάγουλο.

-Χιέν ίη τσίμπα.

-Κόφτω.

-Ιηγουιέσα μασό μασώ

Το «έλα» του ακούστηκε παρατραβηγμένο, απότομο. «Για σοβαρέψου. Τι έπαθες;» της είπε κι εκείνη ξαφνιάστηκε, τραβήχτηκε μακριά του. Ο καφές, που παραλίγο να χυθεί, την επανέφερε.

-Νου φε φέεν σε μάα.

-Θα κόψεις την πλάκα;

-Οό κούμιν πάη.

-Δεν σε καταλαβαίνω.

Εκείνη γέλασε. Τι του είπε και θύμωσε; Δεν καταλάβαινε.

-Σοβαρέψου. Κόψε το αστείο.

Την κοίταξε θυμωμένα, ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τον καφέ του και πήγε στο κομπιούτερ.

Πράγματι είχε θυμώσει. Αναρωτιόνταν «γιατί;». Βάλθηκε να στύβει πορτοκάλια.

Ο άντρας της, τώρα απέναντί της, πίνοντας πορτοκαλάδα.

Άνοιξε το κινητό του.

- Για πες; Λοιπόν!

- Κου λετσι πανα κιφι;

Κάτι έκανε στο κινητό του και ακούστηκε η φωνή του, έπειτα η δική της φωνή, να αρθρώνει τι; Λέξεις άγνωστες, ήχοι δίχως νόημα. Ακίνητη, χαμένη, να κοιτά. Πήρε το κινητό και το έβαλε και πάλι να παίζει.

Και πάλι η δική της φωνή… ξένη.

Πήγε αργά στο σαλόνι κι έκατσε στην πολυθρόνα της. Κάτι πήγε να πει ο άντρας της, μα ο γιος τους, που είχε ξυπνήσει τον σταμάτησε. Πήγαν και οι δυο κοντά της.

Το βλέμμα της άδειο. Ένα ψύχος απλώνονταν μέσα της, γύρω της.

Φωνές. Ξεχώρισε ένα «φοβάμαι», ένα «θα πάρω γιατρό» κι έπειτα χέρια την έπιασαν, την σήκωσαν, την ανάγκασαν να βαδίσει, την ξάπλωσαν μαλακά στο κρεβάτι, την σκέπασαν κι έμεινε μόνη της. Άφησε τα μάτια της ανοιχτά, το κορμί της να αφουγκράζεται, μόνο το στόμα σφράγισε.

Είχε σκοτεινιάσει όταν ένιωσε στόμα ζεστό να αγγίζει το παγωμένο της μέτωπο.

- Κανόνισα να μας δει γιατρός. της είπε ο άντρας της. Όλα θα πάνε καλά.

Τον κοιτούσε κι ένιωσε τον φόβο του.

Ο ψυχίατρος, την επομένη, τους δέχτηκε με χαμόγελο. Η ηρεμία του την τρέλαινε.

-Μίλα αγάπη μου στο γιατρό. Σε παρακαλώ.

-Σε μάκαο κουατάτα κουέιγιν τίε γουότα;

Είδε τον γιατρό να τα χάνει και κάτι μέσα της γαλήνεψε.

Ο επιστήμονας, όταν ξαναβρήκε την ψυχραιμία του, αφού τους καθησύχασε, απαίτησε αξονική και τους μίλησε για το «τετράπλευρο της γλώσσας» που εδρεύει στον εγκέφαλο και το οποίο, μετά βεβαιότητας, έχει υποστεί βλάβη.

Τα ίδια είπε και ο ψυχολόγος και ο νευρολόγος και ο κάθε ειδικός που επισκέπτονταν επί μήνες.

Αν εξαιρέσεις όλους αυτούς και τα ηρεμιστικά που της χορηγούσαν, προσποιούνταν ότι τα κατάπινε, ποτέ δεν τα άγγιξε, οι μέρες τους κυλούσαν όμορφα. Είχε ξαναμπεί στην ζωή τους το άγγιγμα, το χαμόγελο, το είμαι εδώ και με βλέπεις, το σε βλέπω κι εγώ, το τρώμε παρέα, το καθόμαστε αγκαλιά.

Κατάφεραν ακόμη και να γελάνε, πήρε καιρό, αλλά τα κατάφεραν. Έκαναν πλάκα τα αλαμπουρνέζικα της μαμάς. Έγινε οικογενειακό παιχνίδι: «Μάντεψε τι λέει η μαμά». Κι όλοι ήξεραν ότι κάθε λέξη της μαμάς σήμαινε «είμαστε μαζί».