
Αποδότες
Μπροστά της θέριευαν κοτρώνες άνισα βαλμένες στο χώμα, κούτσουρα που στέκονταν παλουκωμένα. Είδε το πεσμένο πάτωμα, ξεχώρισε το τζάκι με την καμινάδα του να χάσκει.
«Ήταν στάβλος για χρόνια, που θα πας να μείνεις;» της είχε πει...
Λόγια χωρίς ταυτότητα κι η Άννα δίχως κραυγή. «Όταν κραυγάζεις υπάρχει ακόμα ελπίδα. Όταν σιωπάς σημαίνει δέχεσαι το αμετάκλητο, το αναπόφευκτο, το καθολικό. Ανεπιστρεπτί ότι χάθηκε. Μένω στη σιωπή σημαίνει βυθίζομαι, ξεριζώνομαι. Μισεμός. Χαλάσματα γύρω σου κι εσύ ορθή, δίχως το δίλημμα: "Να προχωρήσω ή να χαθώ;"»
Μέρες που δεν συγχωρούν. Μέρες χωρίς συγνώμη την έφεραν εδώ.
Οι ίδιες μέρες μα από άλλες διαδρομές έφεραν πλάι στην Άννα, την Αλεξάνδρα, την Άρτεμη, την κυρά Ευγενία, τον Διονύση, τον Τζαβά.
«Δρόμοι παράλληλοι που κατά λάθος συναντιούνται. Κι εκεί οι άνθρωποι, σ΄ αυτήν τη στιγμή του χρόνου που οι οδοί συγκλίνουν κοιτάζονται και γεννιέται έρωτας, βιώνουν μίση, για μια στιγμή στο κατά λάθος του σύμπαντος, στην αυθαιρεσία των παθών, στο χωρισμό τους, στην επαναφορά των σωστών παραλλήλων, των δρόμων, στη ροή την ακόλουθη».
Όλοι τους αποδότες που η σιωπή τους το φανερώνει.